λυσεργικό οξύ

λυσεργικό οξύ
Βλ. λ. Ελ Ες Ντι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… …   Dictionary of Greek

  • λυσεργικός — ή, ό φρ. «λυσεργικό οξύ» χημ. τετρακυκλικό οξύ που λαμβάνεται με υδρόλυση τών αλκαλοειδών τού εργοτίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lysergic < lys (< λύω) + ergic (< ἔργο)] …   Dictionary of Greek

  • παραισθησιογόνος — ο 1. αυτός που προκαλεί παραισθήσεις 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παραισθησιογόνα (ιατρ. φαρμ.) φαρμακολογικές ουσίες τών οποίων η λήψη προκαλεί σημαντικές παροδικές αλλαγές τής αντίληψης, τών διεργασιών τής σκέψης και τής ψυχικής διάθεσης,… …   Dictionary of Greek

  • εργοτίνη — Αλκαλοειδές που παράγεται από τον φυτοπαθογόνο μύκητα Claviceps purpurea. Ο μύκητας αυτός προκαλεί τη σκωρίαση των σιτηρών. Προσβάλλει τα φυτά στο στάδιο της ανθοφορίας, καθώς εμφανίζεται στις ωοθήκες των λουλουδιών που πρόκειται φυσιολογικά να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”